αγιογράφος

αγιογράφος
ο
αυτός που ζωγραφίζει εικόνες αγίων ή απεικονίζει χριστιανικά θέματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άγιος + γράφω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αγιόγραφος — η, ο (Α ἁγιόγραφος, ον) 1. αυτός που έχει γραφεί με θεία έμπνευση, θεόπνευστος 2. αυτός που έχει γραφεί από αγίους 3. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα Αγιόγραφα τίτλος τών ιστορικών βιβλίων τού εβραϊκού κανόνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἅγιος + γράφομαι] …   Dictionary of Greek

  • αγιογράφος — ο ζωγράφος ιερών εικόνων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Σπεράντζας, Σπυρίδων — Αγιογράφος από τα Επτάνησα. Έζησε το 18o αι. Σπούδασε στη Βενετία και άκμασε στην Κέρκυρα στα τελευταία χρόνια της βενετικής κυριαρχίας. Στην τέχνη του επηρεάστηκε ιδιαίτερα από τους Κρήτες ζωγράφους. Διακόσμησε πολλές εκκλησίες της Κέρκυρας,… …   Dictionary of Greek

  • Καλλέργης — I Επώνυμο γνωστής κρητικής οικογένειας από την περιοχή Μυλοποτάμου. Από την εποχή της κατάκτησης της Κρήτης από τους Ενετούς (1206), η οικογένεια ήταν η μοναδική με δικαίωμα συμμετοχής στο Consilium majus της ενετικής αριστοκρατίας στον Χάνδακα.… …   Dictionary of Greek

  • Αγάπιος — I Όνομα λογίων και φιλοσόφων. 1. Αιρετικός, μαθητής του Μάνητα (3ος αι. μ.Χ.). Σύμφωνα με τον Φώτιο, έγραψε δύο έργα όπου εξέθετε μανιχαϊκές δοξασίες. 2. O Αλεξανδρεύς (5ος αι. μ.Χ.). Γιατρός και λόγιος από την Αλεξάνδρεια. Δίδαξε ιατρική στην… …   Dictionary of Greek

  • Ανδρόνικος — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ιστορικός του 5ου αι. π.Χ. 2. Τραγικός υποκριτής (4ος αι. π.Χ.). Δάσκαλος του Δημοσθένη στην τέχνη της απαγγελίας. 3. Α. ο Ολύνθιος (4ος αι. π.Χ.). Πήρε μέρος σε όλη την εκστρατεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Διετέλεσε… …   Dictionary of Greek

  • Δανιήλ — I (7ος 6ος αι. π.Χ.). Βιβλικό πρόσωπο. Υπήρξε ένας από τους μεγάλους Εβραίους προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης. Ο Δ., το όνομα του οποίου στα εβραϊκά σημαίνει ο θεός κρίνει, μεταφέρθηκε αιχμάλωτος στη Βαβυλώνα με την πρώτη ομάδα Εβραίων (605 π.Χ.)… …   Dictionary of Greek

  • Πιτσαμάνος ή Πιτζαμάνος — (και Μπιτζαμάνος). Με το όνομα αυτό είναι γνωστοί αρκετοί μεταβυζαντινοί ζωγράφοι, η συγγένεια και η σχέση των οποίων δεν έχει εξακριβωθεί, ούτε πολλά στοιχεία σχετικά με τη ζωή τους είναι γνωστά. Κατά μια εκδοχή, η οικογένεια κατάγεται από τη… …   Dictionary of Greek

  • -γραφος — β συνθετικό μεγάλου αριθμού συνθέτων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, το οποίο προήλθε είτε από το ουσ. γραφή* είτε απευθείας από το ρ. γράφω*. Από τα σύνθετα αυτά, 250 περίπου είναι της αρχαίας γλώσσας, από τα οποία κανένα δεν απαντά …   Dictionary of Greek

  • άγιος — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 100 μ., 917 κάτ.) στην πρώην επαρχία Ιστιαίας του νομού Ευβοίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αιδηψού. * * * ια και ία, ιο (AM ἅγιος, ία, ιον) 1. (για πρόσωπα) ενάρετος, ευσεβής 2. ονομασία τού Θεού, τού Πνεύματος, τών… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”